φολιδωτή

φολιδωτή
φολιδωτός
clad in scales
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • CATAPHRACTA — apud Tertullian. de Pallio, c. 4. triumphalem cataphractam amolius: Graece καταφράκτης; lorica ferrea est φολιδωτὴ aut λεπιδωτὴ, ex ferreis squamis succusa, ut patet ex mox seqq. Pectus squamarum signaculis disculptum. Hinc Cataphractarii milites …   Hofmann J. Lexicon universale

  • προσκόλλημα — ήμματος, τὸ, Α [προσκολλῶ] 1. φολιδωτή συγκόλληση 2. προσκόλληση …   Dictionary of Greek

  • ανόνα — (anona). Επιστημονική ονομασία γένους φυτών της οικογένειας των ανονιδών, ιθαγενών των τροπικών και υποτροπικών περιοχών της Αμερικής και της Αφρικής. Είναι μικρά δέντρα και θάμνοι, με φύλλα ακέραια και λειόχειλα και άνθη που εμφανίζονται στις… …   Dictionary of Greek

  • φολιδωτός — ή, ό 1. (για ζώα), αυτός που έχει το δέρμα καλυμμένο με φολίδες (βλ. λ.), ο γεμάτος φολίδες, ο λεπιδωτός: Η χελώνα είναι φολιδωτή. 2. (για διάφορα αντικείμενα), ο καλυμμένος με μικρά μεταλλικά πλακίδια, ώστε η επιφάνειά του να μοιάζει με δέρμα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”